- προσφά(γ)ι
- τοκάτι που τρώγεται με το ψωμί για συμπλήρωμα: Το προσφάι του ήταν αβγό ή τυρί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσφάσει — προσφά̱σει , πρόσφημι speak to aor subj act 3rd sg (epic doric) προσφά̱σει , πρόσφημι speak to fut ind mid 2nd sg (doric) προσφά̱σει , πρόσφημι speak to fut ind act 3rd sg (doric) προσφάζω sacrifice beforehand aor subj act 3rd sg (epic) προσφάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)